- αΐγδην
- ἀΐγδην επίρρ. (Α) [ἀΐσσω*]γρήγορα, ορμητικά, ραγδαία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀίγδην — rushing swiftly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… … Dictionary of Greek